Η υπερπληθυσμιακή κρίση: Μια προσέγγιση από την πλευρά της βιολογικής ανθρωπολογίας

Posted: 11 Μαρτίου, 2009 in Νοητικό σύμπαν - Επιλογές από την μπλογκόσφαιρα, Οικολογία

Εξαιρετική μελέτη δημοσιευθείσα στο bioannis.wordpress.com

Εισαγωγή
Όποιου είδους πρόβλεψη και αν υιοθετηθεί -αισιόδοξη ή απαισιόδοξη- το «ανθρώπινο υπερπληθυσμιακό φαινόμενο», είναι ένα από τα κυρίαρχα θέματα Ανθρωπολογικής-Οικολογικής κρίσης και ως τέτοιο, μπορεί να διερευνηθεί διεξοδικά μόνο μέσα από μια συνολική προσέγγιση των βασικών βιολογικών ιδιαιτεροτήτων της αναπαραγωγής του ανθρώπου.

Ο «κοινός νους» ισχυρίζεται ότι οι τεχνολογικοί νεωτερισμοί του ανθρώπου, από τις παλαιότερες (Γεωργία) έως τις πιο σύγχρονες (Γενετικά Τροποποιημένα Τρόφιμα) δίνουν -εξ’ ορισμού- απεριόριστη διατροφική αυτονομία στις ανθρώπινες κοινωνίες και επειδή «περισσότερη τροφή σημαίνει περισσότεροι απόγονοι» αυτή είναι η αιτία που γεννά τον υπερπληθυσμό.

Ωστόσο, παρά την γοητευτική απλότητα του παραπάνω ισχυρισμού, η αλήθεια βρίσκεται σε διαμετρικά αντίθετη κατεύθυνση. Η ευλογοφάνεια του «κοινού νου» πολλές φορές ευτελίζει και αναιρεί τον Επιστημονικό Λόγο, ενώ πολύ συχνά αφού αποξενώσει ανθρώπους και κοινωνίες από την πραγματικότητα μπορεί να έχει απρόβλεπτα αποτελέσματα ως προς την παγιοποίηση λαθεμένων απόψεων.

Έτσι, οποιαδήποτε απόπειρα διερεύνησης της «υπερπληθυσμιακής κρίσης» αν δεν ενσωματώσει ως πυρήνα ανάλυσης την βιολογική-οικολογική προσέγγιση, είναι καταδικασμένη σε αποτυχία. Επειδή στην Βιολογία τίποτα δεν έχει νόημα παρά μόνο κάτω από την σκοπιά της Εξέλιξης, θα επιχειρηθούν συγκρίσεις και παραλληλισμοί με άλλα -συγγενικά στον άνθρωπο- είδη, μέσα στα πλαίσια της φυλογενετικής τους πορείας στο χρόνο, και τουλάχιστον σε γενική συμφωνία με ότι υποδεικνύουν τα απολιθωμένα τους απομεινάρια.

Τα σύγχρονα είδη Πρωτευόντων και το σημερινό στάδιο εξέλιξης της Κοινωνικής τους συμπεριφοράς, όπως μαρτυρούν τα ερευνητικά δεδομένα της τελευταίας 50ετίας, θα θεωρηθούν όχι μόνο ως πηγή έγκυρης και εύλογης πληροφορίας, αλλά και ένα είδος ελέγχου των υποθέσεων που αφορούν τη γενική θεώρηση της ανθρώπινης «υπερπληθυσμιακής κρίσης». Από ζωολογική άποψη το είδος μας κατατάσσεται στην Κλάση των θηλαστικών και στην Τάξη των Πρωτευόντων [2] (Εικόνα 2).

Εικ. 2: Γενετική συγγένεια ως % ομοιότητα μονόκλωνου DNA (Υβριδισμός DNA) ανάμεσα σε διάφορα Γένη της Τάξης των Πρωτευόντων (Από A. L. Zihlman [2] τροποποιημένο).

Ορισμοί: Το πλαίσιο ανάλυσης

Από βιολογική σκοπιά, ο αντικειμενικός σκοπός κάθε οργανισμού είναι η επιβίωση και η αναπαραγωγή του. Η αναπαραγωγή των ζωντανών οργανισμών συνίσταται στη μετάδοση του γενετικού τους υλικού (DNA) στους απογόνους τους.

Θα ορίσουμε ως Στρατηγική Αναπαραγωγής (ΣΑ) το σύνολο των συμπεριφορών που ενεργοποιούνται από έναν οργανισμό (αδιάφορο αν πρόκειται για συνειδητές η όχι ενέργειες) προκείμενου να μεγιστοποιήσει την αναπαραγωγική του επιτυχία. Η μεγιστοποίηση της γονιδιακής συνεισφοράς των γονέων στην επόμενη γενεά ρυθμίζεται και ελέγχεται από τους νόμους της Εξέλιξης και της Φυσικής Επιλογής [3]. Η ΣΑ ως τυπικό βιολογικό χαρακτηριστικό όλων των Ειδών, αφ’ ενός είναι φυλογενετικά καθορισμένη (μεταδίδεται κληρονομικά από γενιά σε γενιά) αφ’ ετέρου, διακρίνεται πάντα από ένα επίπεδο ποικιλομορφίας ανάμεσα στα άτομα του είδους.

Στα θηλαστικά, η αρχέγονη στρατηγική «όσο το δυνατόν περισσότεροι απόγονοι με μηδενική φροντίδα» έχει αντικατασταθεί από την στρατηγική «όσο το δυνατόν λιγότεροι απόγονοι με όσο το δυνατόν περισσότερη φροντίδα». Πρόκειται για τα δύο άκρα ενός συνεχούς προτύπων αναπαραγωγής, r και Κ αντίστοιχα, που πρότεινε ο Pianka [4] και έγινε ευρύτερα αποδεκτό στους κύκλους της Βιολογίας- Οικολογίας. Τα Πρωτεύοντα, περισσότερο από κάθε άλλο θηλαστικό, έχουν εξελιχθεί κάτω από αυτή την «πίεση» της φροντίδας των απογόνων και ακολουθούν «πιστά» την στρατηγική Κ δηλαδή, την στρατηγική «λίγοι απόγονοι με μεγάλη φροντίδα».

Η βιολογική βάση της ΣΑ στα θηλαστικά συνίσταται στη φροντίδα των απογόνων, αλλά και γενικά σε κάθε συμπεριφορά «επένδυσης» που ευνοεί συγγενικούς γενότυπους. Ο μεγαλύτερος δείκτης συγγένειας (0,5) υπολογίζεται μεταξύ γονέα-απογόνου ή μεταξύ αδελφών από ίδιους γονείς. Δεν είναι λοιπόν «τυχαίο» το γεγονός ότι οι μεγαλύτερες φροντίδες στα νεογέννητα προσφέρονται από την μητέρα τους. Γιατί όμως όχι και από τον πατέρα τους, εφ’ όσον ο δείκτης συγγένειας είναι το ίδιο υψηλός ?

Η μεγιστοποίηση του αναπαραγωγικού αποτελέσματος ως στρατηγική, είναι η θετική εξισορρόπηση του κόστους/οφέλους που κάθε φορά προκύπτει, υπολογίζοντας συνολικά την αναπαραγωγική προσπάθεια σε κάθε ένα φύλο ξεχωριστά. Αύξηση της γονιδιακής συνεισφοράς των θηλυκών σημαίνει αύξηση των πιθανοτήτων επιβίωσης του νεογέννητου που έφεραν στον κόσμο, ισοσταθμίζοντας το κόστος που «επένδυσαν» κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης τους [3]. Έτσι η «επένδυση» των θηλυκών ατόμων κατευθύνεται προς την αναβάθμιση των γονικών φροντίδων γιατί ένας νέος απόγονος όταν έχει ήδη πεθάνει ένας προηγούμενος, σημαίνει 100% απώλεια της προηγούμενης αναπαραγωγικής προσπάθειας. Για τα αρσενικά η μεγιστοποίηση του αναπαραγωγικού τους αποτελέσματος, σημαίνει προνομιακή πρόσβαση και μονοπώληση των θηλυκών, γιατί ουσιαστικά δεν έχουν κανένα βιολογικό κόστος αναπαραγωγής. Έτσι, γενικά η ΣΑ στα θηλυκά ζώα καθορίζεται κυρίως από τον βαθμό πρόσβασής τους στα διατροφικά αποθέματα, ενώ η ΣΑ στα αρσενικά ζώα καθορίζεται κυρίως από τον βαθμό πρόσβασής τους στις γόνιμες θηλυκές και τον ταυτόχρονο αποκλεισμό άλλων αρσενικών από την αναπαραγωγική διαδικασία [3, 5].

Ο Wrangham [6] παρουσιάζει την Κοινωνική δομή και οργάνωση των Πρωτευόντων ως αποτέλεσμα εξελικτικών διεργασιών, οι οποίες επικεντρώνονται στην ικανοποίηση των βιολογικών αναγκαιοτήτων -πρωταρχικά στα θηλυκά άτομα- και υπαγορεύονται κυρίως από το υπερβολικά μεγάλο κόστος των αναπαραγωγικών φροντίδων της μητέρας λόγω «δραματικής» αύξησης των διαστάσεων του εγκέφαλου και συνεπώς αύξησης των ενεργειακών απαιτήσεων λειτουργίας και διατήρησής του.

Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή….

Φυλογένεση Πρωτευόντων: Η αρχή

Ο όρος «ακτινωτή εξέλιξη» [7] περιγράφει γενικά την εξελικτική πορεία των Πρωτευόντων και είναι αποτέλεσμα των πολλαπλών και ποικίλων δυνατοτήτων της γενετικής ποικιλότητας που παρουσίασαν οι αρχέγονοι πρόγονοί τους. Τα απολιθώματά τους, μας υποδεικνύουν μικρού μεγέθους, εδαφόβια, εντομοφάγα και πιθανόν νυκτόβια αρχέγονα θηλαστικά [8]. Οι κλιματικές αλλαγές που συντάραξαν το τελευταίο διάστημα του Μεσοζωικού αιώνα (Κρητιδικό, 70-80 εκ. χρόνια πριν) και δύο καθοριστικά γεγονότα ευνόησαν την εμφάνιση νέων ειδών σε νέους βιότοπους:

α) Η σταδιακή εξαφάνιση των Δεινοσαύρων, αφ’ ενός «απελευθέρωσε» ενδιαιτήματα και αφ’ ετέρου ευνόησε τα αρχέγονα θηλαστικά, γιατί εξέλιπαν πλέον οι σημαντικότεροι ανταγωνιστές τους σε φυτικά αποθέματα και ένα μεγάλο μέρος από τους θηρευτές τους, οι σαρκοφάγοι Δεινόσαυροι.

β) Η ανάπτυξη των αγγειοσπέρμων δημιούργησε ένα νέο βιότοπο με μεγάλη διατροφική αξία στα άκρα των περιφερειακών κλαδιών (άνθη, φρούτα), έναν σχετικά ανύπαρκτο βιότοπο ως τότε για τα έντομα και τα εντομοφάγα θηλαστικά της εποχής εκείνης.

Τα απολιθώματα των αρχέγονων Παλαιοκαινικών Πρωτευόντων (65-55 εκ. χρόνια πριν) υποδεικνύουν την προοδευτική τους προσαρμογή σε νέα περιβάλλοντα, κυρίως μέσα από την ανάπτυξη δύο μορφολογικών εξειδικεύσεων: α) την εμφάνιση της στερεοσκοπικής όρασης και β) τη βαθμιαία τροποποίηση των άκρων τους.

Αυτά τα δύο χαρακτηριστικά, αρχικά, τους επέτρεψαν τον εποικισμό του Τροπικού δάσους και ιδιαίτερα τους νέους βιότοπους που δημιουργήθηκαν τα ακραία κλαδιά των αγγειόσπερμων δένδρων [9]. Αργότερα αποίκησαν τα διάκενα και τις περιφερειακές θέσεις μεταξύ γειτονικών δασικών συμπλεγμάτων. Ώσπου στο τέλος, εισέβαλαν και στους εδαφικούς βιότοπους των αραιών εύκρατων δασών έξω από την Τροπική ζώνη. Ειδικότερα η στερεοσκοπική όραση, επέτρεψε την ακριβέστερη διάκριση των αντικειμένων στο χώρο, την ακριβέστερη εκτίμηση της απόστασης, και σε μια μεταγενέστερη φάση ημερόβιας Διαβίωσης ευνόησε την χρωματική διάκριση. Παράλληλα τα άκρα, από όργανα λαβής, στήριξης και αναρρίχησης, εξελίχθηκαν σε όργανα λεπτών χειρισμών και εξερεύνησης αντικειμένων, όχι απαραίτητα άμεσης διατροφικής χρησιμότητας. Το σύνολο αυτών των αναδιατάξεων επέφερε μια προοδευτική αύξηση -ποσοτική και ποιοτική- της κρανιακής χωρητικότητας και της εγκεφαλικής μάζας. Επεκτάθηκαν τα μέρη που ελέγχουν την Όραση και τα τμήματα του εγκέφαλου που ελέγχουν και συντονίζουν τα άκρα και γενικά την κίνηση [10, 11]. Η εμφάνιση νέων διαφοροποιημένων περιοχών του εγκεφάλου με εξειδικευμένη λειτουργία, ικανοποιούσε τις ανάγκες «χαρτογράφησης» και «αξιολόγησης» ενός τρισδιάστατου πλέον χώρου [11]. Γενικότερα, οι νέες βιολογικές αναγκαιότητες λειτούργησαν ως εξελικτική πίεση προς την κατεύθυνση της βελτιωμένης ικανότητας για «διερεύνηση, εποπτεία και αποτελεσματική διαχείριση του περιβάλλοντος» [12].

Ωστόσο, ένα Νευρικό σύστημα με αυξημένο όγκο και αναβαθμισμένες λειτουργίες, αντιπροσωπεύει για την μητέρα ένα ακόμη μεγαλύτερο κόστος μεταβολισμού κατά την διάρκεια της εγκυμοσύνης [13]. Το μεταβολικό κόστος της μητέρας κατά την εγκυμοσύνη γίνεται ακόμη πιο πιεστικό και κρίσιμο αν πάρουμε υπ’ όψιν μας ότι στα ενήλικα άτομα (συμπεριλαμβανομένου του ανθρώπου) αν και ο εγκέφαλός τους αποτελεί μόνο το 2% της σωματικής τους μάζας, καταναλώνει περίπου το 20% της ενέργειας που παράγεται συνολικά από τον οργανισμό. [14].

Εγκέφαλος και διαστάσεις του σώματος: Οι προϋποθέσεις

Στα Θηλαστικά, κατά τις πρώτες φάσεις της εμβρυϊκής ανάπτυξης, υπάρχει σταθερή ισομετρική αναλογία μεταξύ του όγκου του Νευρικού ιστού και της σωματικής μάζας. Αυτή η αναλογία είναι της τάξης του 6% [10]. Αμέσως μετά τον τοκετό, και ενώ η σωματική μάζα συνεχίζει να αυξάνει, η ισομετρική αύξηση του Νευρικού ιστού σταματά (αρνητική αλλομετρική σχέση) με αποτέλεσμα στα ώριμα άτομα των θηλαστικών η αναλογία (μάζα νευρικού ιστού/σωματική μάζα) να σταθεροποιείται σε τιμές μικρότερες του 6%, και οι οποίες βέβαια ποικίλουν από είδος σε είδος.

Από ερευνητικά δεδομένα συγκριτικής εμβρυολογίας υποθέτουμε ότι στα Πρωτεύοντα, περίπου 65 εκατ. χρόνια πριν, μια τροποποίηση σε ένα γονίδιο επέφερε μείωση της σωματικής μάζας του εμβρύου στο μισό, καθορίζοντας έτσι μια αναλογία μεταξύ εγκέφαλου και σώματος της τάξης του 12% [10]. Αυτό τους επέτρεψε αφ’ ενός μεν να αποκτούν απόγονους μικρότερου μεγέθους (αλλά με συγκριτικά μεγαλύτερο εγκέφαλο) αφ’ ετέρου δε, συνέβαλε στη μείωση του υπερβολικά μεγάλου κόστους της εγκυμοσύνης σε βάρος της σωματικής μάζας. Αργότερα, σταθεροποιήθηκε εξελικτικά η δραματική μείωση των απόγονων ανά γέννα, πράγμα που σε δενδρόβιες συνθήκες, αποδείχθηκε ιδιαίτερα πλεονεκτικό. Μετά την διεύρυνση-αύξηση των Διατροφικών αποθεμάτων, ο χρόνος εγκυμοσύνης επιμηκύνθηκε, με συνέπεια να έρχονται στη ζωή απόγονοι μεγαλύτερων διαστάσεων και αναλογικά μεγαλύτερων εγκεφάλων από κάθε άλλο θηλαστικό [11, 12, 13].

Φυλογενετικά χαρακτηριστικά και Περιβάλλον
Στην πραγματικότητα τα φυλογενετικά χαρακτηριστικά ενός είδους τροποποιούνται στις διαφορετικές περιβαλλοντικές συνθήκες που αντιμετωπίζει, αλλά αυτό εκφράζεται οπωσδήποτε μέσα στις προσαρμοστικές δυνατότητες (εύρος γενετικής ποικιλομορφίας) του συγκεκριμένου είδους. Οι φυλογενετικοί παράγοντες που καθόρισαν (και καθορίζουν ακόμη) την ΣΑ των Πρωτευόντων είναι οι εξής:

η αύξηση των διαστάσεων του εγκέφαλου,
η χρονική επιμήκυνση της εγκυμοσύνης,
η μείωση των απόγονων ανά γέννα,
η χρονική επιμήκυνση των επιμέρους φάσεων της οντογενετικής ανάπτυξης (εγκυμοσύνη, παιδική ηλικία, φάση ωριμότητας, μεταναπαραγωγική περίοδος κ.λ.π.),
και ως συνέπεια του προηγούμενου, η συνολική επιμήκυνση του χρόνου ζωής (μακροζωία) και η διεύρυνση του χρόνου συνύπαρξης των διαδοχικών γενεών (επικάλυψη γενεών) [14].
Το σύνολο αυτών των χαρακτηριστικών αντιπροσωπεύει τις εξελικτικές δυνάμεις για τα θηλυκά των Πρωτευόντων οι οποίες για να εξισορροπήσουν το κόστος αναπαραγωγής πιέζονται για αποτελεσματικότερη διερεύνηση/διαχείριση του βιοτόπου τους και ως προς τα διατροφικά αποθέματα αλλά και ως προς την αποφυγή θηρευτών. Η αύξηση της ικανότητας στη διερεύνηση των βιοτόπων τους, οδηγεί σε Θηλεο-κεντρικές κοινωνίες οι οποίες διαθέτουν 3 επιλογές μεγιστοποίησης του αναπαραγωγικού τους αποτελέσματος και οι οποίες αποτελούν το θεμελιώδες κίνητρο της συνεργατικής διαβίωσης [4].

Μοναχική Διαβίωση: Καθορισμένη περιοχή δραστηριότητας για κάθε ώριμο θηλυκό. Στην περιοχή χωροκράτειας (Home range) παρατηρείται αποκλειστική χρήση των Διατροφικών διαθέσιμων από μία θηλυκή, ενώ η επιθετική συμπεριφορά απέναντι σ’ όλα τα άτομα του ίδιου είδους είναι ο κανόνας. Η συνύπαρξη των δύο φύλων είναι σύντομη και μόνο κατά την αναπαραγωγική περίοδο. Η τροφή είναι άφθονη, ομοιόμορφα κατανεμημένη και προβλέψιμη στο τρισδιάστατο περιβάλλον του Τροπικού Δάσους. Οι θηρευτές -παρόντες ή απόντες- αντιμετωπίζονται αποτελεσματικά με κρυπτική συμπεριφορά και δεν παρουσιάζουν σοβαρή απειλή. Τα Είδη που ακολουθούν αυτή την ΣΑ δεν έχουν κανένα βιολογικό κίνητρο συνεργασίας.
Μονογαμική Διαβίωση: Συνεχής, μόνιμη συμβίωση και εποχιακή αναπαραγωγή με έναν αρσενικό. Συνεργασία των δύο φύλων στις αναπαραγωγικές φροντίδες. Επιθετική συμπεριφορά απέναντι σε κάθε άλλο άτομο, ζευγάρι ή ακόμα και προς τους απογόνους όταν τελειώνει η περίοδος της ανωριμότητάς τους. Η τροφή είναι ικανή να συντηρήσει αποτελεσματικά ένα αναπαραγωγικό ζεύγος και κατανέμεται ακανόνιστα στο τρισδιάστατο περιβάλλον. Κάθε ζεύγος υπερασπίζεται σθεναρά την χωροκράτειά του από γειτονικά ζευγάρια, ενώ ο απόγονος εγκαταλείπει τον γενέθλιο χώρο μετά από γονικές πιέσεις. Οι θηρευτές δεν αποτελούν σοβαρή απειλή και αντιμετωπίζονται αποτελεσματικά με ακροβατικές κινήσεις εξαιρετικής ακρίβειας από το ένα δένδρο στο άλλο. Το βιολογικό κίνητρο συνεργασίας λειτουργεί ως προς την εύρεση τροφής και τις κοινές γονικές φροντίδες.
Ομαδική Διαβίωση: Συνύπαρξη θηλυκών, στενής συγγένειας μέσα στα πλαίσια σταθερής Κοινωνικής Ιεραρχίας στο χρόνο. Οι αρσενικοί της ομάδας, προσπαθούν να αποκλείσουν συνήθως τους άλλους αρσενικούς από το ζευγάρωμα, τείνοντας να μονοπωλήσουν την αναπαραγωγή με περισσότερες από μία θηλυκές. Συνυπάρχουν στα πλαίσια της ομάδας κάτω από σχετικά ασταθείς στο χρόνο κανόνες Κοινωνικής Ιεραρχίας, ή περιφέρονται έξω και γύρω από την ομάδα. Η τροφή είναι δυσεύρετη, εποχιακά διαθέσιμη συγκεντρωμένη σε θέσεις με απρόβλεπτη κατανομή. Η διαθεσιμότητα της τροφής και η άμυνα απέναντι στους θηρευτές είναι οι δύο παράγοντες που λειτουργούν ως το βασικό βιολογικό κίνητρο συνεργατικής ομαδοποίησης. [4].
Τα Όρια της Πληθυσμιακής αύξησης
Οι πληθυσμιακές μεταβολές από καθαρά υπολογιστική προσέγγιση και χωρίς να πάρουμε υπ’ όψιν μας τους περιβαλλοντικούς όρους (διαθεσιμότητα τροφής, θηρευτές κ.λ.π.) είναι το αποτέλεσμα του ρυθμού αναπαραγωγής (ενδογενής ρυθμός αύξησης) που χαρακτηρίζει ένα είδος. (Εικόνα 3)

Εικ. 3: Εξελικτικές δυνάμεις στην δημιουργία θεμελιακών κοινωνικών δομών στα Πρωτεύοντα

Ο ρυθμός αναπαραγωγής με τη σειρά του είναι συνάρτηση της Μέσης Διάρκειας του βιολογικού κύκλου ζωής (μακροζωία), της μέσης Χρονικής Διάρκειας της αναπαραγωγικής ικανότητας και το μέσο Διάστημα μεταξύ διαδοχικών γεννήσεων. Ως παράδειγμα, και προκειμένου να παραμείνει ένας πληθυσμός σε σταθερά επίπεδα (οι γεννήσεις εξισορροπούν τους φυσικούς θανάτους) οι θηλυκές κατά τη διάρκεια της ζωής τους πρέπει να αφήνουν τουλάχιστον 2 απόγονους για αναπαραγωγή στην επόμενη γενεά. Εάν οι θηλυκές αφήνουν κατά μέσο όρο 4 γόνιμους απογόνους για αναπαραγωγή στη διάρκεια της ζωής τους, ο πληθυσμός -μη υπολογίζοντας τη δράση των θηρευτών και τους τυχαίους θανάτους- διπλασιάζεται. Αν υπολογίσουμε και τους θανάτους από τους θηρευτές, τα ατυχήματα κ.λ.π. προσδιορίζουμε τη Μέση Πιθανότητα Επιβίωσης (προσδόκιμο ζωής) των ατόμων που συνθέτουν τον Πληθυσμό. Το τελευταίο, συνδέει ιδιαίτερους βιοτόπους και την επίδραση τους σε συγκεκριμένους πληθυσμούς Πρωτευόντων, ως προς τον αναπαραγωγικό τους ρυθμό.

Χωρίς να επεκταθούμε περισσότερο, τα μοντέλα δυναμικής Πληθυσμών που αναφέρονται σε πραγματικά δεδομένα από μελέτες Πρωτευόντων, στα φυσικά τους περιβάλλοντα και ιδιαίτερα στα στενά συγγενικά μας είδη όπως οι Χιμπατζήδες, οι Γορίλες και οι Ουρακοτάνγκοι, υπογραμμίζουν τους εξαιρετικά αργούς ρυθμούς αναπαραγωγής των. Παρά την μακροζωία τους (προσδόκιμο ζωής στη φύση, περίπου 40 χρόνια) και τις σχεδόν μηδενικές πιθανότητες θανάτων τους από θηρευτές, το μεσοδιάστημα μεταξύ επιτυχημένων γεννήσεων (3-5 χρόνια) και η «καθυστέρηση» της αναπαραγωγικής τους ωριμότητας (8ο με 10ο έτος ηλικίας) είναι οι βασικοί παράγοντες που οδηγούν τα πληθυσμιακά τους μεγέθη σε σταθερότητα και αργούς αναπαραγωγικούς ρυθμούς.

Ο C.L Lovejoy το 1981 παρουσίασε [15] ένα θεωρητικό μοντέλο της καταγωγής του Ανθρώπου. Η εργασία του δημοσιεύθηκε στο περιοδικό SCIENCE και προκάλεσε έντονη συζήτηση, σχόλια -θετικά και αρνητικά- που σε ορισμένες περιπτώσεις συνεχίζονται μέχρι σήμερα από τους ερευνητές. Ανάμεσα σε πολλά άλλα, υποστήριξε ότι η σταθερή αλλά αργή πληθυσμιακή αύξηση των ανθρωπίδων (προγόνων του γένους Homo) της ύστερης Μειοκαίνου και επομένως η επιτυχία με την οποία χαρακτηρίστηκε η εξάπλωσή τους στην Αφρικανική ήπειρο 4-5 εκατ. χρόνια πριν, ήταν αποτέλεσμα βελτίωσης μιας δημογραφικής παραμέτρου, που συνολικά επηρέασε αυξητικά τον αναπαραγωγικό ρυθμό. Η αύξηση των απογόνων ανά ώριμη αναπαραγωγικά θηλυκή, στη διάρκεια της ζωής τους, συντελέστηκε ως παράπλευρο χαρακτηριστικό της «απελευθέρωσης» των άνω άκρων από την αρχική τους λειτουργία, που ήταν η αναρρίχηση, και η στήριξη κατά τις μετακινήσεις. Το άμεσο θετικό αποτέλεσμα ήταν η αποτελεσματικότερη φροντίδα και η αύξηση της πιθανότητας επιβίωσης των απογόνων. Αφ’ ενός γιατί μείωσε τα ατυχήματα των μικρών κατά την μεταφορά τους, και αφ’ ετέρου γιατί επέτρεψε στους αρσενικούς να παρέχουν αξιόλογες φροντίδες στους απόγονους, μεταφέροντας στις θηλυκές τροφή και χρήσιμο υλικό από μακρινές περιοχές, ως ένα επιπλέον στοιχείο που βελτίωνε τον βαθμό πρόσβασής τους σε ώριμα θηλυκά.

Ο Lovejoy θεώρησε -σε συνθήκες απουσίας θηρευτών και απρόσκοπτης τροφικής διαθεσιμότητας- τον πληθυσμιακό διπλασιασμό κάθε 40-50 χρόνια, μια ρεαλιστική και βάσιμη υπόθεση. Στην πραγματικότητα, και ενώ ο προηγούμενος υπολογισμός αφορά τις μέγιστες τιμές αναπαραγωγικού ρυθμού στους Ανθρωπίδες, πρόκειται για πληθυσμούς που διακρίνονται από σταθερή αλλά αργή αυξητική τάση.

Οι Ανθρώπινες Στρατηγικές Αναπαραγωγής

Ο άνθρωπος παρουσιάζει μια μοναδική ιδιαιτερότητα σε σχέση με τα υπόλοιπα Πρωτεύοντα. Ενώ στα Πρωτεύοντα, ο εγκέφαλος μετά την γέννηση αρχίζει να αυξάνεται αναλογικά (ισομετρικά) πλέον με την σωματική τους μάζα, στον άνθρωπο η αύξηση του εγκέφαλου συνεχίζεται αλλομετρικά για 12-14 μήνες μετά τον τοκετό [16, 17]. Αυτό το γεγονός, εκτός του ότι οδήγησε πολλούς μελετητές να περιγράψουν το συγκεκριμένο φαινόμενο ως «συμπληρωματική εξωμήτρια ανάπτυξη του εγκέφαλου», συνδέεται με ένα ακόμη υψηλότερο κόστος αναπαραγωγής (θηλασμού, περιορισμού μετακινήσεων, απειλής θηρευτών κ.λ.π.) για τις μητέρες.

Στους σύγχρονους πληθυσμούς με κυρίαρχα χαρακτηριστικά Κυνηγών/Τροφοσυλλεκτών ο θηλασμός μπορεί να διατηρηθεί μέχρι και το 5ο έτος της ηλικίας του απόγονου. Ωστόσο, η φροντίδα του απόγονου επεκτείνεται για μεγάλο χρονικό διάστημα και πέρα από τον απογαλακτισμό του, γεγονός επίσης μοναδικό στον κόσμο των Πρωτευόντων. Πράγματι, τα παιδιά μέχρι την ηλικία των 12-13 χρόνων σε όλο τον Πλανήτη δεν μπορούν να θεωρηθούν ανεξάρτητα, τουλάχιστον από διατροφική σκοπιά.

Στους σύγχρονους πληθυσμούς Κυνηγών/Τροφοσυλλεκτών κάθε γυναίκα μπορεί να θηλάσει ένα μικρό, ενώ θρέφει ένα ή ακόμη και δύο παιδιά, ανήλικους ή εφήβους. Αναφερόμαστε στις κοινωνίες των Κυνηγών/Τροφοσυλλεκτών, γιατί περίπου το 99% της ανθρώπινης εξελικτικής Ιστορίας, πραγματοποιήθηκε κάτω από τέτοιες συνθήκες Κοινωνικής Οργάνωσης [18].

Η επιμήκυνση της παιδικής ηλικίας και της προσφερόμενης φροντίδας, η επέκταση αυτής της φροντίδας μέχρι και την εφηβεία, η κάθε είδους υποστήριξη των ανώριμων μελών της Κοινωνίας, καθώς και ο τριπλασιασμός της εγκεφαλικής μάζας -σε σχέση με τους πιο στενούς συγγενείς μας στο ζωικό βασίλειο, τους ανθρωποειδείς πιθήκους- καθώς και η επικάλυψη των διαδοχικών γενεών (συμβίωση τουλάχιστον 3-4 γεγνεών), μεγιστοποίησαν τις πνευματικές ικανότητες και το εκπληκτικό δυναμικό της ανθρώπινης πολιτισμικής συνέχειας και εξέλιξης. Το κόστος μια τέτοιας διεργασίας, κόστος φροντίδας και υποστήριξης των νεαρών ατόμων, είναι πραγματικά πολύ υψηλό. Σε κανένα άλλο Θηλαστικό οι γονικές φροντίδες προς τους απόγονους, δεν φτάνουν το ύψος της μητρικής φροντίδας από τις Γυναίκες/Μητέρες. Για τους Κυνηγούς/Τροφοσυλλέκτες αυτό σημαίνει «αναπαραγωγική επένδυση» των γονέων για τουλάχιστον 12-15 χρόνια, ενώ για τις σύγχρονες δυτικές κοινωνίες μπορεί να φτάσει μέχρι και τα 30-40 χρόνια, συνεχούς προσφοράς και «θυσιών» στον απόγονο.

Αν και στα Πρωτεύοντα γενικά, η πατρική συμπεριφορά είναι ένα φαινόμενο αρκετά σπάνιο, στον άνθρωπο είναι ο καθολικός κανόνας. Η συνεργασία των δυο φύλων στην φροντίδα των απόγονων είναι κοινή για όλους τους ανθρώπινους πληθυσμούς, και σε όλους τους τύπους των Κοινωνικών δεσμών Άνδρα – Γυναίκας. Υπάρχει η βάσιμη πεποίθηση πως η πατρική φροντίδα είναι το αποτέλεσμα μιας συνολικότερης διεργασίας, που βαθμιαία ενσωμάτωσε τις δραστηριότητες των αρσενικών μελών καθολικά και συστηματικά στο εσωτερικό και στο κέντρο της Κοινωνίας. Σ’ αυτή την διαδικασία ο ρόλος της γυναίκας ήταν του πρωταρχικού ρυθμιστή. Η Γυναίκα αρχικά, πόλος έλξης προς το κέντρο της ομάδας, λειτούργησε σαν παράγοντας επιλογής των αρσενικών ικανοτήτων, με γνώμονα την αρωγή στις Μητρικές φροντίδες και την συμπεριφορά αλτρουισμού στον απόγονο.

Η καταγωγή του Μονογαμικού ζεύγους

Από την προηγούμενη ανάλυση προκύπτει ότι: Η Κοινωνικο-Οικολογική ανθρώπινη μονάδα και ταυτόχρονα ο θεμελιακός τύπος Κοινωνικής ομαδοποίησης, δεν είναι το Μονογαμικό ζευγάρι, αλλά η Πολυγαμική ομάδα. Οι ισχυροί συγγενικοί δεσμοί και οι κοινές παραδόσεις μεταξύ των μελών της ήταν ο κυρίαρχος και αναμφισβήτητος κανόνας της Πολιτισμικής της ταυτότητας. Πρόκειται για τη διευρυμένη οικογένεια, το χωριό, τη φυλή, το έθνος κ.λ.π. Ο B. Chiαrelli [20] προκειμένου να διευκρινίσει το πλαίσιο ορολογίας της Κοινωνικο-Οικολογικής ανθρώπινης μονάδας, εισήγαγε την έννοια του «δήμου» (Deme). Ο δήμος απαρτίζεται από Γυναίκες και Άνδρες και τους απόγονους τους. Εκφράζει τον ελάχιστο αριθμό ατόμων μιας κοινωνικής ομάδας του ανθρώπινου είδους, ικανή να επιβιώνει και να αναπαράγεται απρόσκοπτα μέσα στο χρόνο. Αυτή η μονάδα συνεργατικής ομαδοποίησης τοποθετείται πριν από την έννοια του πληθυσμού -ο πληθυσμός απαρτίζεται από πολλούς δήμους- και γενετικά εκφράζει: τον ελάχιστο αριθμό ατόμων ενός πληθυσμού που είναι αναγκαίος για να διατηρηθεί η γενετική του ποικιλία στις επόμενες γενεές, και τελικά στο διηνεκές.

Το πραγματικό Μονογαμικό ζευγάρι είναι μόνο μια από τις όψεις των ΣΑ στα πλαίσια του δήμου. Επιπλέον, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι αποτελεί την εξαίρεση και όχι τον κανόνα στον κόσμο των Πρωτευόντων.

Από ένα εθνογραφικό δείγμα που παρουσίασε ο G. Murdοck [19] μόνο 20% των ανθρώπινων Πολιτισμών υιοθετεί το Μονογαμικό ζευγάρι σαν την Κοινωνικά αποδεκτή αναπαραγωγική σχέση των δυο φύλων. Ωστόσο, το 83% των αγροτικών κοινωνιών παρουσιάζει σαν κυρίαρχη μορφή Αναπαραγωγικής μονάδας, με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο, το Μονογαμικό ζευγάρι.

Το Μονογαμικό ζευγάρι στους προγόνους μας τα Πρωτεύοντα, παρουσιάζεται εκεί που οι Διατροφικές Πηγές μπορούν να προβλεφτούν, είναι σχετικά προσιτές, αλλά περιορισμένες στη χωροκράτεια του είδους. Μία σχηματική σύγκριση των αγροτικών Κοινωνιών, συναντά τους Γίββωνες και τους Nοτιοαμερικάνικους Cebus.

Στον αντίποδα αυτών των ειδών, το ανθρώπινο ζευγάρι παρουσιάζεται σαν αποτέλεσμα Πολιτιστικής Επιλογής. Επιπροσθέτως αυτός είναι και ο λόγος που για τους ανθρώπους δεν ισχύει η τυπική μορφή της Ξενοφοβίας απέναντι σε όλα τα γειτονικά Μονογαμικά ζευγάρια. Σε όλους τους ανθρώπινους Πολιτισμούς παραμένει το στοιχείο της Κοινωνικής οργάνωσης στα πλαίσια του Δήμου, της Κοινότητας, της φυλής κ.λ.π., που συνδέει τα άτομα μεταξύ τους με ιδιότυπες συγγένειες, συστήματα Ιεραρχιών και κοινά αποδεκτούς κανόνες συμπεριφοράς (Ηθικά συστήματα). Αυτή είναι και η βάση του διαχωρισμού που επιτρέπει την έκφραση ενός ολότελα διαφορετικού τύπου Ξενοφοβίας, που κατά καιρούς αναδεικνύεται με δραματικό και καταστροφικό τρόπο για τις ανθρώπινες Κοινωνίες.

Υποθέτουμε λοιπόν, ότι η καταγωγή του Μονογαμικού ζευγαριού και η διαφοροποίηση των ρόλων στα δυο φύλα δεν ξεκίνησε κατά την περίοδο των Κυνηγών/Τροφοσυλλεκτών όπως πιστεύεται λαθεμένα, αλλά πολύ πιο πρόσφατα, κατά την Νεολιθική εποχή, στην περίοδο εμφάνισης της Γεωργίας. Δεν πρέπει επίσης ούτε να ξεχνάμε, ούτε να υποτιμούμε το γεγονός ότι οι τυπικές Κοινωνίες των Κυνηγών/Τροφοσυλλεκτών του Γένους Homo απέχουν χρονικά από τις αγροτικές κοινωνίες τουλάχιστον 1 εκ. χρόνια.

Οι απαρχές της Γεωργίας και της μόνιμης εγκατάστασης σ’ ένα τόπο, ήταν η αφετηρία του Μονογαμικού ζεύγους, 15-18.000 χρόνια πριν. Μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες η καλλιεργήσιμη γη γίνεται το βασικό σημείο αναφοράς για τις ανθρώπινες Κοινωνίες, ένας τύπος «δημιουργημένου» βιότοπου από την ανθρώπινη νοημοσύνη και εφευρετικότητα. Η ανθρώπινη Κοινωνική μονάδα, ο Δήμος, η Φυλή, κ.λ.π. εξασφαλίζει την επιβίωση της για πολλές γενεές γιατί συγκεντρώνει τρία ανεπανάληπτα χαρακτηριστικά:

α) Η υπεράσπιση της χωροκράτειας, (καλλιεργήσιμη γη) είναι μια σχετικά εύκολη απόπειρα,

β) οι Διατροφικές Πηγές μπορούν να προβλεφτούν μέσα στον χρόνο (σχετική αυτοδυναμία παραγωγής τροφής) δημιουργώντας ταυτόχρονα συνθήκες αποθεμάτων τροφής,

γ) οι Διατροφικές Πηγές είναι ικανές ώστε να διατραφούν περισσότερες από μια οικογένειες (Πληθυσμιακή αύξηση και Κοινωνική συνοχή).

Δεν πρέπει όμως να ξεχνάμε ότι η Στρατηγική του Μονογαμικού ζευγαριού είναι μία μόνο, απ’ όλες τις πιθανές, λύσεις που μπορούν να εφαρμόσουν οι ανθρώπινες κοινωνίες. Η μορφή του Μονογαμικού ζευγαριού για παράδειγμα, δεν αναιρείται όταν η οικογένεια προσλαμβάνει την διευρυμένη της μορφή. Το Μονογαμικό ζευγάρι επεκτείνεται και συμπεριλαμβάνει συγγένειες 2-4 γενεών, οι οποίες συνθέτουν ένα πολύπλοκο σύστημα σχέσεων και είναι το ζωντανό δυναμικό των μέτρων διαχείρισης των Διατροφικών Πηγών στην επικράτεια. Το Μονογαμικό ζευγάρι, και ιδιαίτερα στη διευρυμένη του μορφή, εκφράζει τα όρια της διαχειριστικής του προσπάθειας, σ’ έναν συγκεκριμένο τόπο, με τις δικές του πολιτισμικές ιδιαιτερότητες.

Στις μέρες μας το Μονογαμικό ζευγάρι έχει απομονωθεί σε τέτοιο βαθμό στις σύγχρονες πόλεις, ώστε η αμφισβήτησή του προέρχεται από όλο και περισσότερα μέλη του πληθυσμού. Στην σύγχρονη δυτική Κοινωνία, περίπλοκη και κωδικοποιημένη στο έπακρο, η διαδικασία της εκπαίδευσης και της κοινωνικής ένταξης καθίσταται εξαιρετικά σημαντική, χρονοβόρα και πολυδάπανη υπόθεση. Έτσι, οι επιμέρους οικογένειες δεν μπορούν όλες στον ίδιο βαθμό να αντεπεξέλθουν στο κόστος της κοινωνικής μόρφωσης, πιέζονται αναγκαστικά σε κοινωνική περιθωριοποίηση και μερικές από αυτές στρέφονται σε στρατηγικές αναπαραγωγής πολλών απογόνων με μικρή φροντίδα. Στον αντίποδα, ένα άλλο φαινόμενο -όχι μοναδικό στη δυτική κουλτούρα- είναι εξ’ ίσου ιδιαίτερο. Η έξω από κάθε μέτρο «αναπαραγωγική φροντίδα» που εκδηλώνουν άτομα προνομιακής πρόσβασης στον Πλούτο, όχι μόνο για τους ίδιους τους απόγονους τους, αλλά και για τους απόγονους των απογόνων τους, για πολλές διαδοχικές γενεές. Η υπερσυγκέντρωση Πόρων και Πλούτου από λίγα άτομα της Κοινωνίας και η κληρονομική ιδιοκτησία αφαιρεί συνολικά την δυνατότητα δίκαιης κατανομής των Πόρων στην Κοινωνία. Επιπλέον, αν και ο Νεποτισμός δεν είναι ένα σπάνιο φαινόμενο στα Πρωτεύοντα (κάθε άλλο) η μονοπωλιακή διαχείριση Φυσικών Πόρων και Πλούτου, φαίνεται ότι είναι ο παραμορφωμένος απόηχος των «αναπαραγωγικών φροντίδων» του Παλαιολιθικού Κυνηγού/Τροφοσυλλέκτη.

Αυτός ο τύπος διαχείρισης -πέρα από το ηθικό του περιεχόμενο- αναδεικνύεται άκρως προβληματικός, αβέβαιος και ιδιαίτερα επικίνδυνος, γιατί σχετίζεται ευθέως με την ραγδαία εξάντληση των Φυσικών Πόρων και την διατήρηση του είδους μας στο Πλανήτη.

Μια κριτική ματιά και ορισμένες σκέψεις για το μέλλον

Αναλύοντας το εξαιρετικά ευρύ πεδίο των σύγχρονων ΣΑ στους ανθρώπινους Πολιτισμούς, βρισκόμαστε μπροστά σε συστήματα Πολυανδρίας, Χαρεμιών, Πολυγυνίας κ.λ.π.

Ωστόσο, στις σύγχρονες δυτικές Κοινωνίες -όλο και πιο συχνά- παρατηρείται ένα μοναδικό -από πολλές απόψεις- φαινόμενο: Η μονογονεϊκή οικογένεια, η οποία σχηματικά είναι η «Μητέρα με τα παιδιά της». Αυτό το φαινόμενο, παραβλέποντας και εδώ το ηθικό της περιεχόμενο, δεν πρέπει να μας εκπλήσσει. Τα άτομα της ανθρώπινης Κοινωνίας, σε κάθε «μετάλλαξη» των Κοινωνικών συνθηκών, είναι σε θέση να απαντήσουν με μεγάλη ευελιξία, τροποποιώντας λειτουργικά το κυρίαρχο μοντέλο της εκάστοτε ΣΑ. Η κρίση του Μονογαμικού ζευγαριού, ο θεσμός του διαζυγίου, η συζυγική καχυποψία και η αύξουσα πορεία του πλήθους των μοναχικών ατόμων, είναι μερικά από τα κοινά προβλήματα των σύγχρονων μεγα-Πόλεων και όχι μόνο στις σύγχρονες Δυτικές Κοινωνίες. Αυτά τα φαινόμενα μπορούν να θεωρηθούν σαν αδιέξοδες ΣΑ σε συνθήκες απρόβλεπτων περιβαλλοντικών/κοινωνικών αλλαγών, αβέβαιης και αναποτελεσματικής πρόσβασης σε Φυσικούς Πόρους και Αγαθά.

Οι Κοινωνικές τάξεις με ισχυρά μειωμένη, έως ελάχιστη πρόσβαση σε Πόρους και Αγαθά, στρέφονται περισσότερο σε μορφές αυστηρής Μονογαμίας με ανεξέλεγκτη αύξηση της γεννητικότητας. Οι πλούσιες τάξεις επειδή ελέγχουν τις Πηγές Πόρων και Αγαθών, στρέφονται ανοικτά η κρυφά σε μορφές Πολυγαμίας (Πολυγυνίας) με αυξημένο έλεγχο και μείωση της γεννητικότητας.

Ωστόσο, στην Θεμελιώδη Κοινωνική Αναπαραγωγική μονάδα, τον Δήμο, το άτομο έρχεται σε επαφή, αντιδρά, συνεργάζεται, συμμετέχει, ενσωματώνεται ή περιθωριοποιείται, ανάλογα με τη θέση που κατέχει στο κοινωνικό διαμοιρασμό και την διαχείριση των Φυσικών Πόρων. Στα πλαίσια του Δήμου το άτομο μπορεί να αντιληφθεί και να αναγνωρίσει τους άλλους σαν «όμοιούς» του και ως εκ τούτου, να επιλέξει τουε δυνητικούς του συνεργάτες. Έξω από τον Δήμο, έξω από την δυνατότητα να αναγνωρίσει τους άλλους σαν «όμοιους», όλα τα άτομα είναι «ξένα» και δυνητικά εχθροί, και η αίσθηση αβεβαιότητας και ανασφάλειας μεγεθύνεται.

Στην εποχή μας χάριν της επικοινωνίας χωρίς όρια και σύνορα, της αέναης κωδικοποίησης και της παγιοποίησης των διεθνών κανόνων εμπορίου και διακίνησης των Αγαθών, οι αναπτυγμένες χώρες της δύσης μπορούν να θεωρηθούν μια μεγάλη Πολιτισμική ενότητα. Ένας απέραντος Δήμος, κατά μια έννοια.

Οι «άλλοι» είναι οι υπό ανάπτυξη χώρες, οι φτωχές χώρες του Τρίτου Κόσμου. Σ’ αυτές τις χώρες είναι η δυτική ηγεμονία που δεν επιτρέπει, στη μεγάλη πλειοψηφία των κατοίκων τους, την πρόσβαση στους τοπικούς Φυσικούς Πόρους και τα Αγαθά που τους ανήκουν -τουλάχιστον- ως χωροκράτεια. Σ’ αυτές τις χώρες οι Γυναίκες εγκαταλείπουν την τυπική Στρατηγική K των Πρωτευόντων (ελάχιστοι απόγονοι, με την μεγαλύτερη φροντίδα) και υιοθετούν την Στρατηγική r (πολλοί απόγονοι, με ελάχιστη, έως καθόλου, φροντίδα) με την ελπίδα κάποιος από τους πολλούς απόγονους να επιβιώσει, συν την δυνατότητα που προσφέρουν «τα επιπλέον εργατικά χέρια» για κάποιο -έστω και μικρό- εισόδημα που εισέρχεται στην οικογένεια.

Σ’ αυτές τις χώρες οι δείκτες παιδικής Θνησιμότητας είναι υπερβολικά υψηλοί. Όταν αυτοί οι δείκτες μειώνονται με αποστολές φάρμακων και τροφίμων προξενούν ανησυχητικές δημογραφικές εκρήξεις. Το δημογραφικό πρόβλημα του πλανήτη μας (βλ. Εικ. 1) δεν μπορεί να αφορά αποκλειστικά και μόνο τις πληθυσμιακές εκρήξεις των χωρών του Τρίτου Κόσμου.

Η αιτία του δημογραφικού προβλήματος είναι η επιβαλλόμενη φτώχεια, ο αποκλεισμός και η αφαίρεση της δυνατότητας των τοπικών κοινωνιών να διαχειριστούν τους Φυσικούς τους Πόρους. Έτσι, το δημογραφικό πρόβλημα του πλανήτη συναντά κατά πρόσωπο το πάντα ζωντανό πνεύμα της αποικιοκρατίας που εισήγαγε η Δυτική κουλτούρα ήδη από τον 15ο -16ο αιώνα σε όλους του «υπανάπτυκτους» λαούς του κόσμου.

Είναι επόμενο λοιπόν, ότι δεν μπορούν να υιοθετηθούν λύσεις ευκαιριακές, προσωρινές και επιπόλαιες, που αφορούν μόνο στα άμεσα αποτελέσματα. Η κατεύθυνση μιας γενικότερης αλλά στέρεης και βιώσιμης λύσης, μας οδηγεί στο να αποσύρουμε κάθε διεκδίκηση (αποικιοκρατικής) εκμετάλλευσης αυτών των χωρών.

Η ελεύθερη αλλά ταυτόχρονα συνετή πρόσβαση στους Φυσικούς τους Πόρους και τα Αγαθά (Οικονομικά και Πολιτιστικά) είναι αυτό που θα τους επιτρέψει την υιοθέτηση σταθερότερων ΣΑ και συνεπώς την μείωση του ξέφρενου αναπαραγωγικού τους ρυθμού. Η καλυτέρευση της ποιότητας ζωής τους, είναι αυτό που θα οδηγήσει σε τοπικό κοινωνικό έλεγχο των γεννήσεων. Σε ένα παράλληλο επίπεδο, η εκπαίδευση θα κατευθύνει τις τοπικές ανάγκες σ’ ένα πλαίσιο διατήρησης στο διηνεκές των Φυσικών τους Πόρων και στην απρόσκοπτη επιβίωση της Πολιτισμικής τους ιδιαιτερότητας. Οι αποστολές φάρμακων και τροφίμων όσο αναγκαίες είναι άμεσα, γιατί απαλύνουν τα συμπτώματα, τόσο πιο πολύ μεταθέτουν το πρόβλημα της ριζικής του θεραπείας. Ποια άξια έχει, αν ένα παιδί σωθεί σήμερα από την δυσεντερία, για να πεθάνει αύριο από την πείνα ή την έλλειψη πόσιμου νερού ;

Για να μειωθούν οι δείκτες παιδικής Θνησιμότητας δεν φαίνεται να υπάρχει άλλος δρόμος από τον έλεγχο των γεννήσεων και την γενικότερη ικανότητα των τοπικών κοινωνιών για πρόβλεψη και σχεδιασμό. Μια διέξοδος είναι πιθανή: με τρόπους ειρηνικούς και δίκαιους, να πείσουμε αυτές τις χώρες, και μάλιστα διαμέσου δωρεάν μεταβίβασης ήπιας Τεχνολογίας και προσφοράς πόρων για εκπαίδευση στην κατεύθυνση της αυτοδύναμης και βιώσιμης διαχειριστικής πρακτικής των Φυσικών τους Πόρων. Παράλληλα είναι ανάγκη να πείσουμε αυτές τις χώρες έμπρακτα, ότι μπορούν να εκμεταλλευτούν και τους δικούς μας Πόρους, όπως εμείς τους δικούς τους. Η απαλοιφή των χρεών τους και η ανιδιοτελής προσφορά πόρων, τεχνολογίας και εκπαίδευσης είναι στη σωστή κατεύθυνση. Έτσι ίσως μπορέσουμε να πείσουμε τις φτωχές χώρες του Τρίτου Κόσμου, ότι η αποικιοκρατία είναι ένα θλιβερό και ανεπίτρεπτο πια παρελθόν στην κουλτούρα της Δύσης. Με άλλα λόγια, είναι ανάγκη να πείσουμε αυτές τις χώρες, να γίνουν ενεργά και ισότιμα μέλη του «Δήμου» μας, κρατώντας και καλλιεργώντας ταυτόχρονα την Πολιτιστική τους ταυτότητα.

Οι συχνές μεταναστεύσεις των φτωχών λαών του Τρίτου Κόσμου στις χώρες της Δύσης, φέρνουν στο φως μια ελπίδα: Όταν αναβαθμίζεται η ποιότητα ζωής και η πρόσβαση των μεταναστών στις Πηγές (Διατροφικές – Οικονομικές – Πολιτιστικές κ.λ.π.) και όταν η ζωή τους προσαρμόζεται στα νέα δεδομένα, μ’ έναν ήπιο και ορθολογικό τρόπο, οι δείκτες γεννητικότητάς τους μειώνονται δραστικά, γιατί δεν είναι διατεθειμένοι να κάνουν πολλά παιδιά όταν ζουν αξιοπρεπώς. Προτιμούν να διαθέτουν περισσότερες φροντίδες, σε λιγότερους απογόνους [21].

Αν και ο διαμοιρασμός των διατροφικών πόρων μέσα στ’ άτομα του ίδιου είδους, αποτελεί σπάνια περίπτωση στο κόσμο των Πρωτευόντων, οι άνθρωποι αποτελούν οφθαλμοφανέστατη εξαίρεση [22]. Η εξαίρεση δεν αφορά αποκλειστικά και μόνο την προσφορά στα συγγενικά πρόσωπα και γενικά ανάμεσα στα άτομα που ταυτοποιούνται σαν «όμοιοι» και όχι ξένοι. Μέσα στο Δήμο, επειδή τα άτομα αναγνωρίζονται μέσω προσωπικής επαφής, η αλληλεγγύη και η αλληλοβοήθεια διαδίδονται και ευνοούνται με λογικές και συναισθηματικές παραινέσεις.

Το ξεπέρασμα της Ξενοφοβίας, η παραδοχή της διαφορετικότητας του «άλλου» σαν κάτι το πρακτικά ωφέλιμο και φυσιολογικό, ο έλεγχος του υπερπληθυσμού μέσα από τη δίκαιη κατανομή και την ορθολογική διαχείριση των Φυσικών Πόρων-Αγαθών, το ξεπέρασμα τελικά της «απολιθωμένης συμπεριφοράς» Κυνηγού/Τροφοσυλλέκτη περί δικαίου (το «δίκαιο είναι με το μέρος του ισχυρού») είναι οι βασικές προκλήσεις και αναγκαιότητες του καιρού μας.

Οι τελευταίες δεκαετίες ανέδειξαν ένα πλαίσιο ενεργειών αλληλεγγύης, την αυγή ενός νέου πολιτισμού με πανανθρώπινο χαρακτήρα, που ξεπερνά τα όρια της στενής «φυλετικής συγγένειας». Οι αποστολές βοήθειας σε άγνωστες -στους πολλούς μέχρι σήμερα- χώρες οι οποίες αντιμετωπίζουν δραματικές ελλείψεις σε τρόφιμα, φάρμακα, τεχνολογικό εξοπλισμό και η παγκόσμια κινητοποίηση αποτροπής των πρακτικών που αλλάζουν βίαια τις κλιματικές συνθήκες στον κοινό μας Πλανήτη, είναι η ορατή πλευρά του νέου πολιτισμικού κινήματος με πανανθρώπινες διαστάσεις.

Αυτή η αναγκαιότητα θα διερευνηθεί ακόμη περισσότερο στο εγγύς μέλλον, μέσα στα πλαίσια των εντελώς νέων κεφαλαίων που εγκαινίασε στη Φύση το είδος μας. Αναρωτιέται λοιπόν κανείς αν η ευφυΐα, η εφευρετικότητά και η εκπληκτικά ταχύτατη Πολιτιστική εξέλιξη που χαρακτηρίζουν το είδος μας, είναι ικανά στοιχεία για να ξεπεραστούν τα όρια της αυτοκαταστροφής που έχουμε θέσει αλαζονικά στον Πλανήτη. Αυτό το τελευταίο, ως αναγκαιότητα πλέον, ίσως εναντιώνεται, αλλά σίγουρα υπερβαίνει θετικά και ελπιδοφόρα την «ταπεινή» μας βιολογική καταγωγή.

Ιωάννης Μαχαίρας,

Δρ. Ανθρωπολογίας – Βιολόγος

Βιβλιογραφικές Αναφορές
Chiarelli B.,1992, Dall’ individuo alla societa’: limiti e prospective dello svilupo demografico umano. GLOBAL BIOETHICS Volume 5 – N. 2-3, 1 – 10.
Andrienne L. Zihlman, 1982, The Human Evolution Coloring Book. HarperPerennial Publishers, New York.
Trivers R.L. , 1972, Parental Investment and sexual selection. In B. Campbell (Ed.), Sexual selection and the descent of man. Chicago 136 -179.
Pianka E. , 1970, On r and K selection. American Naturalist 104(940) 592 – 597.
Eric L. Charnov, David Berrigan, 1993, Why do female primates have such long lifespans and so few babies? or Life in the slow lane. Evolutionary Anthropology Volume 1, Issue 6, 191 – 194.
Wrangham R.W. , 1980, An Ecological model of female-bonded Primate group. Behaviour, 75, 262 – 299.
Napier J., Napier, 1967, A handbook of Living Primates. Academic Press, New York.
Robert D. Martin, 1993, Primate Origins: plugging the gaps. Nature Vol. 363, 223 – 234.
Robert W. Sussman, 1991, Primates Origins and the Evolution of Angiosperms. American Journal of Primatology 23:209 – 223.
Gingerich P.,1972, Cranial anatomy and Evolution of early tertiary Plesiadapidae (Mammalia, Primates). Papers on Paleontology, 15: 1 – 140.
Barton, R A, 1997, Visual specialization, brain evolution and behavioural ecology in primates. ADVANCES IN ETHOLOGY 32: 109, (Abstract).
Jerison H., 1973, Evolution of brain and intelligence. Academic press, New York.
Shacher G., 1982, The role of brain maturation in the evolution of primates. Primate Brain Evolution. E. Amstrong and D. Falk (Ed.) Plenum, New York.
Smith, B. H., 1989, Growth and development and its significance for early hominid behaviour. Ossa 14:63 – 96.
Lovejoy O., 1981, The origin of man. Science 211:341 – 350.
Passingham R., 1982, The human primate. W. H. Freeman and co, Oxford.
Martin R. D., 1982, Allometric approaches to the evolution of the primate Nervous system. Στο βιβλίο: Primate Brain Evolution. E. Amstrong and Falk D. (Ed.) Plenum press, New York
Eibl Eibesfel, 1990, Human Ethology, foundation in Human behavior. Aldine de Gruyter, New York.
Murdock G., 1957, World Ethnographic sample. American Anthropologist 59:664 – 687.
Chiarelli B., 2004, Dalla Natura alla Cultura. Volume II Uomo, Ambiente e Societa’ Oggi. PICCIN, Nuova Libreria s.p.a Padova.
M. Zavattaro, 1993, International migrations and biodemographic dynamics: Fertility in a sample of Italian immigrants. International Journal of Anthropology, Volume 8, Number 1, January.
Parker C. E., 1978, Opportunism and the Rise of Intelligence. Journal of Human Evolution 7, 597 – 608.

Σχόλια
  1. Ο/Η bioannis λέει:

    @Ithaca, σε ευχαριστώ πολύ για την αναδημοσίευση.

    Φίλε μου δυστυχώς, έχω καταλάβει οτι τα παραπάνω δεν ενδιαφέρουν σχεδόν κανένα. Με στεναχωρεί και ορισμένες φορές με καταθλίβει αυτή η κατάσταση, αλλά έχω πρόβλημα να μιλήσω γι’ αυτό, μιας και ότι γράψω, ότι πω … φαίνεται οτι ευλογάω τα γένια μου. Νάσαι καλά !

  2. Ο/Η ithaca12830 λέει:

    @bioannis,

    σε διαβεβαιώ ότι τα παραπάνω ενδιαφέρουν πολλούς από τους επισκέπτες του blog μου. Να’σαι καλά και να μας πληροφορείς με τον ωραίο, μεστό και απλό λόγο σου.

Αφήστε απάντηση στον/στην ithaca12830 Ακύρωση απάντησης